βεβαιώνομαι
[veveˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich vergewissern (γιαγενική | Genitiv gen)βεβαιώνομαιsich versichern (γιαγενική | Genitiv gen)βεβαιώνομαιβεβαιώνομαι
- sich überzeugen (για von)βεβαιώνομαι πείθομαιβεβαιώνομαι πείθομαι