αλωνιστικός
[alonistiˈkos], αλωνιστική, αλωνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- αλωνιστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich fMähdrescherαρσενικό | Maskulinum, männlich m