„vorprogrammiert“: Adjektiv vorprogrammiertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αυτό ήταν προδιαγεγραμμένο exemples das war vorprogrammiert αυτό ήταν προδιαγεγραμμένο das war vorprogrammiert