„verkabelt“: Adjektiv verkabeltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) έχω καλωδιακή τηλεόραση exemples verkabelt sein Fernsehen | τηλεόρασηTV έχω καλωδιακή τηλεόραση verkabelt sein Fernsehen | τηλεόρασηTV